- πολυσταύριο
- πολυσταύριο τοткань для священнического и монашеского облачения, на которой изображено множество крестов, см. ανάλαβος
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
πολυσταύριο — το / πολυσταύριον, ΝΜ διακόσμηση με σταυρούς νεοελλ. 1. (λειτ.) το επισκοπικό φελόνιο το οποίο, για να διακρίνεται από το φελόνιο τών ιερέων, διακοσμήθηκε με πολλούς σταυρούς ή γωνίες σε σχήμα Γ, τα λεγόμενα γάματα ή γαμμάδια, οι οποίες… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek